- αλευρόκολλα
- η мучной клейстер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλευρόκολλα — η κόλλα από αλεύρι και νερό που χρησιμοποιείται στη βιβλιοδεσία: Η αλευρόκολλα, για να ναι καλή, πρέπει να χει βράσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλευρόκολλα — η 1. κόλλα από αλεύρι (βράζεται με ανάλογο νερό) 2. η αζωτούχος ύλη τών δημητριακών, αλλ. γλουτένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + κόλλα] … Dictionary of Greek
αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… … Dictionary of Greek
αμυλόκολλα — η κόλλα που παρασκευάζεται από άμυλο, αλευρόκολλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < άμυλο(ν) + κόλλα, απαντά δε για πρώτη φορά στο έγγραφο «Κανονισμός Ολυμπίων», το 1888] … Dictionary of Greek
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek